μονοκοντυλιά — και μονοκονδυλιά, η 1. γραφή λέξης, φράσης, υπογραφής ή σχεδίου με μία κίνηση τής γραφίδας 2. φρ. «με μια μονοκοντυλιά» χωρίς μεγάλη διαδικασία, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κοντύλι. Η λ., στον λόγιο τ. μονοκονδυλία, μαρτυρείται από το 1829… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοκονδυλιά — η βλ. μονοκοντυλιά … Dictionary of Greek
πεντάλφα — Λέγεται και πεντάγραμμα και πεντάκτινος αστέρας. Η π. είναι το σύμβολο του μικρόκοσμου της ζωής στην εξελικτική του έννοια, της ένωσης του πνεύματος με την ύλη και την ένωση της ψυχής με το σώμα. Αν όμως η π. ανατραπεί με στροφή της πάνω ακτίνας… … Dictionary of Greek
σίγλη — η, ΝΑ σύντομη γραφή ενός ονόματος, γραφή με μονοκοντυλιά, τζίφρα νεοελλ. καθεμιά από τις λέξεις στερεότυπης γραφής που παριστάνονται είτε με τα αρχικά τους γράμματα είτε με μια χαρακτηριστική τους συλλαβή και χρησιμοποιούνται στα στενογραφικά… … Dictionary of Greek
στενογραφία — Μέθοδος γραφής με απλά γραφικά σύμβολα που συνδέονται το ένα με το άλλο και επιτρέπουν σε όποιον ξέρει το στενογραφικό αλφάβητο να γράφει πολύ γρήγορα. Η απλοποίηση φτάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε με μια μονοκοντυλιά να γράφεται ολόκληρη λέξη. Τα… … Dictionary of Greek
Άννινος, Θέμος — (Πάτρα 1845 – Αθήνα 1916).Γελοιογράφος και δημοσιογράφος. Θεωρείται αναμορφωτής και κυριότερος δημιουργός της νεοελληνικής γελοιογραφίας του 19ου αι. Απαθανάτισε με το σατιρικό κονδύλι του τους γνωστότερους πολιτικούς, διανοουμένους και γενικά… … Dictionary of Greek